κτηματίας

κτηματίας
και χτηματίας, ο
κάτοχος μεγάλης ακίνητης, ιδίως αγροτικής, περιουσίας, ο οποίος συνήθως ζει από τα εισοδήματά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματ-ίας, εισοδηματ-ίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτηματίας — ο αυτός που έχει ιδιόκτητη ακίνητη περιουσία και μάλιστα αυτός που ζει από τα εισοδήματα των χτημάτων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλευρούτσος, Μιχαήλ — κτηματίας από την Αθήνα. Πήρε μέρος στον Αγώνα προσφέροντας σχεδόν όλη του την περιουσία. Κατατάχθηκε κι ο ίδιος στο σώμα του Σ. Ζαχαρίτσα και πολέμησε σε διάφορες μάχες …   Dictionary of Greek

  • αμπελοκτηματίας — ο ιδιοκτήτης αμπελώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + κτηματίας. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1852 στην εφημερίδα «Βελτίωσις»] …   Dictionary of Greek

  • αρχοντονοικοκύρης — ο πλούσιος κτηματίας ή οικοδεσπότης …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • γεούχος — γεοῡχος, ο (AM) κάτοχος γης, κτηματίας …   Dictionary of Greek

  • γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπαραγωγός — ή, ό 1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές 2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού …   Dictionary of Greek

  • εχέτης — ἐχέτης, ὁ (Α) αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ *τού έχω (I) + κατάλ. έτης (πρβλ. ευν έτης, οφειλ έτης)] …   Dictionary of Greek

  • εχεκτέανος — ἐχεκτέανος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα κτήματα, ο κτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κτέανον «κτήμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”