κτηματίας — ο αυτός που έχει ιδιόκτητη ακίνητη περιουσία και μάλιστα αυτός που ζει από τα εισοδήματα των χτημάτων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλευρούτσος, Μιχαήλ — κτηματίας από την Αθήνα. Πήρε μέρος στον Αγώνα προσφέροντας σχεδόν όλη του την περιουσία. Κατατάχθηκε κι ο ίδιος στο σώμα του Σ. Ζαχαρίτσα και πολέμησε σε διάφορες μάχες … Dictionary of Greek
αμπελοκτηματίας — ο ιδιοκτήτης αμπελώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + κτηματίας. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1852 στην εφημερίδα «Βελτίωσις»] … Dictionary of Greek
αρχοντονοικοκύρης — ο πλούσιος κτηματίας ή οικοδεσπότης … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γεούχος — γεοῡχος, ο (AM) κάτοχος γης, κτηματίας … Dictionary of Greek
γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… … Dictionary of Greek
ελαιοπαραγωγός — ή, ό 1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές 2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού … Dictionary of Greek
εχέτης — ἐχέτης, ὁ (Α) αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ *τού έχω (I) + κατάλ. έτης (πρβλ. ευν έτης, οφειλ έτης)] … Dictionary of Greek
εχεκτέανος — ἐχεκτέανος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα κτήματα, ο κτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κτέανον «κτήμα»] … Dictionary of Greek